- ἐπεμάρμαιρε
- ἐπί-μαρμαίρωflashimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμαρμαίρω — ἐπιμαρμαίρω (Μ) λάμπω από ψηλά («ἥλιος ἐπεμάρμαιρε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μαρμαίρω «λάμπω»] … Dictionary of Greek